-
1 δυνατός
δυνατός, adj verb. zu δύναμαι; 1) der etwas kann, im Stande ist, sowohl von kraftvollem Körper, z. B. τὸ σῶμα δ. πρὸς ταῦτα φύσας Xen. Oec. 7, 23, als geistig geschickt wozu, λῦσαι δυνατὸς ὀξεῖαν ἐπιμομφάν Pind. Ol. 10, 8; δυνατὸς εἶ ἐπισκέψασϑαι Plat. Theaet. 185 b; χερσὶ καὶ ψυχᾷ δ. Pind. N. 9, 39; δ. καὶ τοῖς σώμασι καὶ ταῖς ψυχαῖς, kräftig an Leib und Seele, Xen. Mem. 2, 1, 19; u. übh. = vermögend, Macht habend; τοῖς δυνατοῖς οὐκ ἐριστὰ πλάϑειν Soph. El. 219; χρήμασιν δ. Thuc. 1, 13; Plat. Lach. 186 c; τοὺς Ἑλλήνων δυνατωτάτους, die mächtigsten, Her. 1, 55; Plat. Polit. 308 a; Xen. Cyr. 5, 2, 28; λέγειν τε καὶ πράσσειν δυνατώτατος. Thuc. 1, 139; δυνατώτερον καὶ ἰσχυρότερον ἡ ἀδικία τῆς δικαιοσύνης Plat. Rep. I, 351 a. – Auch von Dingen; προτείχισμα Pol. 10, 31, 8; von der Erde, ergiebig, fruchtbar, Geop. – 2) was gethan werden kann, möglich; λέξασ' ὅτι καὶ δυνατὸν καὶ ϑέμις αἰνεῖν Aesch. Ag. 97; ποῖ γὰρ μολεῖν μοι δυνατόν; Soph. Ai. 163; u. so gew. in Prosa; auch auf das Subj. bezogen, ὁδὸς δυνατὴ καὶ ὑποζυγίοις πορεύεσϑαι, ein Weg, auf dem auch Lastvieh fortkommen kann, Xen. An. 4, 1, 24; ὡς δυνατὰ ταῠτα γίγνεσϑαι Plat. Rep. V, 472 d; τὸ δυνατόν, die Möglichkeit, Xen. Mem. 3, 5, 1; εἰς τὸ δ., nach Kräften, wie εἰς τὴν δύναμιν Phaedr. 252 d, öfter; κατὰ τὸ δ., Crat. 422 d; εἰς ὅσον ἀνϑρώπῳ δυνατὸν μάλιστα, so sehr es immer möglich ist, Phaedr. 277 a, wie ὅσον οὖν δυνατὸν πειρατέον, Conv. 196 d; vgl. Eur. I. A. 997 Bacch. 183; καϑ' ὅσον μάλιστα δ. ϑνητῷ γίγνεσϑαι Plat. Tim. 90 c; ὡς δυνατὸν ὀρϑότατα Legg. II, 640 d, wie ὡς δ. ἄριστα, so gut wie möglich, IV, 710 b; γνώμη ὡς δ. δικαιοτάτη Dem. 24, 13; ἐκ τῶν δυνατῶν, Xen. An. 4, 2, 28. – Adv., δυνατῶς, kräftig, tüchtig, sehr, Plat. u. A.; δυνατῶς ἔχει μοι, = δυνατόν ἐστιν, Her. 7, 11.
-
2 δυνατός
1 c. inf.,a personal, able toὅμως δὲ λῦσαι δυνατὸς ὀξεῖαν ἐπιμομφὰν τόκοςθνατῶν O. 10.9
καὶ μὰν ἁ Σαλαμίς γε θρέψαι φῶτα μαχατὰν δυνατός N. 2.14
Πιερίδων ἀρόταις δυνατοὶ παρέχειν πολὺν ὕμνον (sc. οἱ Βασσίδαι) N. 6.33 παῦροιδὲ βουλεῦσαι φόνου παρποδίου νεφέλαν τρέψαι ποτὶ δυσμενέων ἀνδρῶν στίχας χερσὶ καὶ ψυχᾷ δυνατοί N. 9.39
b impersonal, possibleὦ Μέγα, τὸ δ' αὖτις τεὰν ψυχὰν κομίξαι οὔ μοι δυνατόν N. 8.45
εἰ δυνατόν, Κρονίων (sc. ἐστί) N. 9.28ἀλλὰ χαλκὸν μυρίον οὐ δυνατὸν ἐξελέγχειν N. 10.45
ταῦτα θεοῖσι μὲν πιθεῖν σοφοὺς δυνατόν Pae. 6.52
θεῷ δὲ δυνατὸν μελαίνας ἐκ νυκτὸς ἀμίαντον ὄρσαι φάος fr. 108b. 1.2 n. pro subs., what is possible, attainable “ τᾶν ἐν δυνάτῳ φιλοτάτων” P. 4.92δυνατὰ μαιόμενος ἐν ἁλικίᾳ P. 11.51
3 frag. ]ωδ' ἐπέων δυνατώτερον. Pae. 4.5
-
3 λύω
λύω ( λᾰοι: aor. (ἔ) λῦσε(ν); λῦσον; λσαις; λῦσαι: med. ἐλσατο: pass. impf. λύετο: aor. λᾰθέντες: ῦ aor. act. & med., ᾰ pres., aor. pass.)a releaseδιάπειρα ἅπερ Κλυμένοιο παῖδα ἔλυσεν ἐξ ἀτιμίας O. 4.20
λῦσε δὲ Ζεὺς ἄφθιτος Τιτᾶνας P. 4.291
ἐκ μεγάλων δὲ πενθέων λυθέντες, μήτ' ἐν ὀρφανίᾳ πέσωμεν στεφάνων I. 8.6
of possessions, “ τὰ μὲν ἄνευ ξυνᾶς ἀνίας λῦσον” i. e. make available P. 4.155 med., Ἑλέναν τ' ἐλύσατο Τροίας ἶνας ἐκταμὼν δορί sc. Achilles I. 8.51 add. gen., τοὺς μὲν ὦν λύσαις ἄλλον ἀλλοίων ἀχέων ἔξαγεν sc. Asklepios P. 3.50 ἐπεὶ ἀμφ' Ἑλένᾳ πυρωθέν-των Τρώων ἔλυσε δόμους ἁβρότατος P. 11.34
ἁνίκ' ἀγανόφρων Κοίου θυγάτηρ λύετο τερπνᾶς ὠδῖνος (v. l. τερπνὰς ὠδῖνας) Πα. 12. 13. κείνων λυθέντες σαῖς ὑπὸ χερσίν, ἄναξ ( δεσμῶν supp. Wil.) fr. 35.b remove “ λύοι κεν χαλινὸν ὑφ' ἥρωι παρθενίας” (sc. Θέτις) I. 8.45ὅμως δὲ λῦσαι δυνατὸς ὀξεῖαν ἐπιμομφὰν τόκος O. 10.9
c in tmesis, ἀνὰ δ' ἔλυσεν (v. ἀναλύω) N. 10.90 -
4 ὀξύς
a sharpθρασυμαχάνων τε λεόντων ὄνυχας ὀξυτάτους N. 4.63
[ ὀξυτάτῳ πελέκει (v. l. ὀξυτόμῳ) P. 4.263]b sharp, sharp-eyedἰδοῖσα δ' ὀξεἶ Ἐρινύς O. 2.41
κείνου γὰρ ἐπιχθονίων πάντων γένετ' ὀξύτατον ὄμμα N. 10.62
c met., keen, acute, intenseὀξείαις αὐγαῖς ἀελίου O. 3.24
ἔχει τέ μιν ὀξειᾶν ὁ γενέθλιος ἀκτίνων πατήρ O. 7.70
Αἴτνα, πάνετες χιόνος ὀξείας τιθήνα P. 1.20
of pain, anguish,ὀξείας δὲ νόσους ἀπαλάλκοι O. 8.85
ὅμως δὲ λῦσαι δυνατὸς ὀξεῖαν ἐπιμομφὰν τόκος O. 10.9
ὀξείαισι πάθαις P. 3.97
ὀξείαις ἀνίαισι τυπείς N. 1.53
ἀπροσίκτων δ' ἐρώτων ὀξύτεραι μανίαι pr. N. 11.48 of mental effort,ἐν θυμῷ πιέσαις χόλον ὀξείᾳ μελέτᾳ O. 6.37
d piercing of soundἂν κίνδυνον ὀξείας ἀυτᾶς N. 9.35
e swift ὀξυτάτων βελέων ( ὠκυτάτων v. l.) P. 4.213f frag.ὀξύτατον[ Pae. 8.91
-
5 ἐπιμομφά
-
6 τόκος
1 payment with interest met. ὅμως δὲ λῦσαι δυνατὸς ὀξεῖαν ἐπιμομφὰν τόκος θνατῶν† (cf. χρέος v. 8; Schadewaldt, 278̆{1}) O. 10.9
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий